- ελλογώ
- ἐλλογῶ (-έω και -άω) (Α)1. υπολογίζω, λογαριάζω2. καταλογίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλλογῶ — ἐλλογάω pres imperat mp 2nd sg ἐλλογάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐλλογάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐλλογάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐλλογάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐλλογάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek